καλολέ(γ)ω

καλολέ(γ)ω
(αόρ. (ε)καλοείπα и καλό(ει)πα) μετ.
1) точно, правдиво передавать, ясно излагать свои мысли; δεν μάς το καλαείπες ты не всё нам сказал; 2) закончить фразу

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καλολέ(γ)ω" в других словарях:

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»